διαβαθμίζω

διαβαθμίζω
[дьяватмизо] р. раслологать по степеням,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαβαθμίζω" в других словарях:

  • διαβαθμίζω — 1. κατατάσσω κατά σειρά βαθμών, σε βαθμίδες 2. βαθμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διαβαθμίζω — διαβάθμισα, διαβαθμίστηκα, διαβαθμισμένος, κατατάσσω κάτι σε κλίμακα με βαθμούς, βαθμολογώ με βάση ορισμένα κριτήρια: Πρέπει να διαβαθμίσεις τις ανάγκες σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαβάθμιστος — η, ο [διαβαθμίζω] 1. αυτός που δεν διαβαθμίστηκε, που δεν τάχθηκε κατά σειρά βαθμού ή σε ορισμένη βαθμίδα ή κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • αναβαθμίζω — 1. ανεβάζω τη στάθμη, το επίπεδο 2. εξυψώνω, βελτιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβαθμίζω από το ουσ. αναβάθμιση* κατά το σχήμα υποβαθμίζω υποβάθμιση, διαβαθμίζω διαβάθμιση] …   Dictionary of Greek

  • βαθμοθετώ — ησα, βαθμοθετημένος, καθορίζω το βαθμό, διαβαθμίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»